Σαν σήμερα πριν από 20 χρόνια, στις 22 Μαρτίου του 1993, ήταν η ημέρα κατά την οποία ξεκίνησε η διάθεση της πέμπτης γενιάς επεξεργαστών της Intel, με τον γενικό τίτλο Pentium. Πρόκειται για την πρώτη μεγάλη αλλαγή στη γενική ονομασία x86 των επεξεργαστών της εταιρείας, κατόπιν εντολών του τομέα μάρκετινγκ της Intel προκειμένου να γίνει διακριτή από τους ανταγωνιστές της. Η γενική ονομασία Pentium (που προέρχεται από το ελληνικό “πέντε“) συνοδεύει έκτοτε τις CPU της Intel με την αρίθμηση (Pentium 2, 3, 4) να σηματοδοτεί την αλλαγή της γενιάς. Από το 2009, η Intel επαναχρησιμοποιεί την αρχική ονομασία Pentium, για να διαχωρίσει τις τρεις σειρές επεξεργαστών που προσφέρει στην αγορά (Celeron, Pentium, Core i3/5/7) ανάλογα με την αρχιτεκτονική και κατά κύριο λόγο το κόστος τους.
Οι πρώτοι Pentium που κυκλοφόρησαν το 1993 και διαδέχτηκαν τον 80486 (αν και κυκλοφορούσαν παράλληλα για πολλούς μήνες), ήταν δύο εκδόσεων: στα 60 και 66MHz αντίστοιχα. Ενσωμάτωναν 3,1 εκατομμύρια τρανζίστορ και επετύγχαναν επιδόση 100MIPS (εκατομμύρια εντολές το δευτερόλεπτο). Η μεγάλη αλλαγή σε σχέση με τον προκάτοχό του, τον 80486, με τον οποίο μοιράζονται πολλές κοινές τεχνολογίες, είναι η αρχιτεκτονική superscalar, την τεχνική δηλαδή παράλληλης εκτέλεσης εντολών στον ίδιο κύκλο, που χαρακτηρίζει τους υπερβαθμωτούς επεξεργαστές. Αντίστοιχοι superscalar επεξεργαστές που βρέθηκαν εκείνη την εποχή απέναντι από τον Pentium ήταν οι Motorola 68060, Power PC601 (G1), αλλά και οι σειρές επεξεργαστών για workstations, DEC Alpha, MIPS και Sun SPARC.
Λόγω της εμπορικής επιτυχίας, ο γενικός τίτλος Pentium ακολουθεί τους επεξεργαστές x86 της Intel ως σήμερα. Οι υπόλοιπες σειρές που είναι συμβατές με Pentium και πιο συγκεκριμένα ενσωματώνουν το σετ εντολών ΙΑ-32 του αρχικού Pentium είναι οι Celeron (φθηνές εκδόσεις Pentium), Xeon (εκδόσεις για server), Core (επεξεργαστές πολλαπλού πυρήνα) και Atom (επεξεργαστές για φορητές συσκευές).